σχεδιογράφηση

σχεδιογράφηση
και σχεδιαγράφηση, η, Ν
η ενέργεια τού σχεδιογραφώ, η απεικόνιση ενός αντικειμένου με προβολή πάνω σε χαρτί ή σε άλλη επίπεδη επιφάνεια, σχεδίαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχεδιογραφώ / σχεδιαγραφώ. Ο τ. σχεδιογράφησις μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου, ενώ ο τ. σχεδιαγράφησις από το 1883 στον Ανδρέα Κορδέλλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σχεδιογράφηση — η βλ. σχεδιαγράφηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σχεδίαση — η, Ν 1. η ενέργεια τού σχεδιάζω, σχεδιογράφηση 2. απεικόνιση ενός αντικειμένου σε γενικές γραμμές χωρίς να δίνεται έμφαση στις λεπτομέρειες 3. φρ. α) «ηλεκτρονική σχεδίαση» τεχνολ. δημιουργία τεχνικών ή καλλιτεχνικών σχεδίων με τη βοήθεια… …   Dictionary of Greek

  • σχεδιαγράφηση — η, Ν βλ. σχεδιογράφηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”